όλοι κοιμούνται.
Και έχει αυτήν την απουσία ήχων,
που σου ζητάει να βάλεις την ένταση στο μηδέν-
καθώς ακούει κάθε σου σκέψη
και αναγνωρίζει την περίεργη χροιά σου.
Τελευταία λατρεύω τα πρωϊνά μου ξενύχτια. Η υφή αυτού του αέρα μου θυμίζει ταξίδια.
Είμαι λέει στο λιμάνι - με τον καφέ στο χέρι και περιμένω να έρθει το πλοίο.
Είμαι λέει σε μια βάρκα- τα πόδια μου βρεγμένα- ο πατέρας βάζει μπροστά την μηχανή και ταξιδεύουμε για τη ψαριά μας.
Είμαι λέει παιδί-τα πράγματα μαζεμένα από το βράδυ- μαζί με τα αδέρφια στριμωγμένοι στο παλιό αμάξι- έτοιμοι για δεκαπενταύγουστο στο μακρινό χωριό.
Η αυγή έχει αυτή τη ψύχρα που μου θυμίζει άρωμα.
Σαν τα αρώματα αυτά που μόλις τυχαία τα συναντήσεις- χιλιάδες ανακατεμένες μα αληθινές εικόνες αναβλύζουν από το πίσω μέρος του μυαλού σου.
Και είναι σαν να σταματάει ο χρόνος με το κρύο της αυγής.
όπως και σήμερα,
όπως και πρίν χρόνια,
που κρύωνα -και από την ζέστη του ύπνου ετοιμαζόμουν να βγώ για να ζήσω.
Πρέπει να πάρω κάποιες αποφάσεις-
και είναι καλό που είναι πρωί- και έχει κρύο.